
Σε έναν κόσμο όπου η μετάβαση προς την ηλεκτροκίνηση επιταχύνεται ραγδαία, τα ερωτήματα και οι ανησυχίες γύρω από τα παγκόσμια αποθέματα λιθίου γίνονται ολοένα και πιο έντονα.
Καθώς τα επίσημα στοιχεία και οι επιστημονικές μελέτες επιβεβαιώνουν τα περιβαλλοντικά οφέλη της ηλεκτροκίνησης, κατασκευαστές και θεσμοί συγκλίνουν στον απόλυτο βαθμό στο ότι το μέλλον της αυτοκίνησης είναι αναπόφευκτα ηλεκτρικό. Ο βασικός στόχος της βιομηχανίας σήμερα είναι η μείωση του ανθρακικού αποτυπώματος και η μετάβαση σε μια πιο «πράσινη» κινητικότητα.
Σε αυτό το νέο τοπίο, τα παραδοσιακά συνθετικά καύσιμα, που για δεκαετίες κινούσαν τους θερμικούς κινητήρες, αντικαθίστανται από μπαταρίες ,και πιο συγκεκριμένα (σε αυτή τη φάση τουλάχιστον) από μπαταρίες ιόντων λιθίου, που αποτελούν σχεδόν καθολικά την κύρια επιλογή για τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα. Αυτή η στροφή έχει εκτοξεύσει το ενδιαφέρον για το λίθιο, το βασικό χημικό στοιχείο στο οποίο βασίζεται η τεχνολογία των μπαταριών. Παράλληλα, εντείνεται η πίεση στη βιομηχανία εξόρυξης, προκειμένου να καλύψει τη ζήτηση και να διασφαλίσει ότι το λίθιο μπορεί να εξαχθεί ή να ανακυκλωθεί με επάρκεια, σε μια εποχή που η ζήτηση παραμένει σταθερά υψηλή.
BUY NOW

Το λίθιο αποτελεί ουσιαστικά την «καρδιά» κάθε ηλεκτρικής μπαταρίας. Σύμφωνα με τον Διεθνή Οργανισμό Ενέργειας (IEA), η παγκόσμια ζήτηση για μπαταρίες ξεπέρασε τις 950 GWh μόνο το 2024, με περισσότερο από το 90% του εξορυσσόμενου λιθίου να καταναλώνεται αποκλειστικά για αυτόν τον σκοπό. Μια μπαταρία μέσου μεγέθους ηλεκτρικού αυτοκινήτου απαιτεί περίπου 8 κιλά λιθίου, ποσότητα ιδιαίτερα σημαντική αν αναλογιστεί κανείς ότι κάθε χρόνο κατασκευάζονται εκατομμύρια νέα οχήματα. Το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ εκτιμά ότι μέχρι το 2030 η παγκόσμια ζήτηση για λίθιο ενδέχεται να ξεπεράσει τους 30 εκατ. τόνους, δηλαδή σχεδόν τριπλάσια από το επίπεδο του 2020, όταν η κατανάλωση ανερχόταν σε περίπου 650.000 τόνους.
Πιο συγκεκριμένα, περιοχές όπως η Κίνα, η Ευρώπη και οι Ηνωμένες Πολιτείες προβλέπεται να χρειάζονται ετησίως 1,18 εκατ., 718.000 και 628.000 τόνους λιθίου αντίστοιχα. Ωστόσο, η υφιστάμενη παραγωγή υπολείπεται αισθητά αυτών των αναγκών. Η εξόρυξη λιθίου απαιτεί μακρόχρονες και περίπλοκες διαδικασίες, αφού για παράδειγμα η δημιουργία ενός νέου ορυχείου μπορεί να διαρκέσει έως και 16 χρόνια, ενώ πολλές φορές η γεωγραφική τοποθεσία των κοιτασμάτων –συχνά σε περιοχές με υδροφορείς ή προστατευμένα οικοσυστήματα– δημιουργεί επιπλέον περιβαλλοντικά εμπόδια.

Σήμερα, η μεγαλύτερη παραγωγή λιθίου προέρχεται από την Αυστραλία, ωστόσο τα μεγαλύτερα αποθέματα εντοπίζονται στο λεγόμενο «Τρίγωνο του Λιθίου», που περιλαμβάνει τη Χιλή, την Αργεντινή και τη Βολιβία, και κυρίως σε περιοχές της ερήμου με υψηλή περιεκτικότητα σε άλατα. Ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας έχει προειδοποιήσει ότι, με τους σημερινούς ρυθμούς παραγωγής, ενδέχεται τα διαθέσιμα αποθέματα να εξαντληθούν ακόμα και μέχρι το τέλος του 2025. Επιπλέον, περιβαλλοντικές κρίσεις, φυσικές καταστροφές ή γεωπολιτικές εντάσεις μπορούν να προκαλέσουν διαταραχές στην αλυσίδα εφοδιασμού, επιβαρύνοντας περαιτέρω την κατάσταση.
Η αυτοκινητοβιομηχανία αναζητά ήδη λύσεις για να αντιμετωπίσει αυτή την πρόκληση. Μια πιθανή διέξοδος είναι η τεχνολογία της άμεσης εξόρυξης λιθίου (Direct Lithium Extraction – DLE), η οποία υπόσχεται υψηλότερη αποδοτικότητα και μικρότερο περιβαλλοντικό αποτύπωμα, αλλά δεν είναι ακόμα ευρέως διαθέσιμη. Ένας άλλος παράγοντας-κλειδί είναι η ανακύκλωση μπαταριών, η οποία όμως θα μπορεί να αποδώσει ουσιαστικά αποτελέσματα μόνο μετά το 2030, όταν τα πρώτα κύματα ηλεκτρικών οχημάτων αρχίσουν να αποσύρονται. Παράλληλα, νέες τεχνολογίες μπαταριών (όπως αυτές με ιόντα νατρίου) εξαλείφουν την ανάγκη για λίθιο, αλλά προς το παρόν δεν προσφέρουν αντίστοιχες επιδόσεις και ενεργειακή πυκνότητα.

Σύμφωνα με την Αμερικανική Γεωλογική Υπηρεσία (U.S. Geological Survey), τα συνολικά εκτιμώμενα αποθέματα λιθίου ανέρχονται σε περίπου 22 εκατ. τόνους. Με βάση αυτόν τον αριθμό, θα μπορούσαν θεωρητικά να παραχθούν έως και 2 δισεκατομμύρια ηλεκτρικά οχήματα, όσα δηλαδή απαιτούνται για να επιτευχθούν οι παγκόσμιοι στόχοι μηδενικών εκπομπών έως το 2050. Ωστόσο, η πράξη διαφέρει σημαντικά από τη θεωρία. Οι γεωπολιτικοί περιορισμοί, οι περιβαλλοντικοί κανόνες, η οικονομική βιωσιμότητα και οι καθυστερήσεις στην αδειοδότηση καθιστούν μεγάλο μέρος αυτής της δυναμικότητας πρακτικά μη προσβάσιμο.
Η διαχείριση αυτής της κρίσιμης πρώτης ύλης και η υιοθέτηση ενός βιώσιμου πλάνου για το μέλλον της ηλεκτροκίνησης αποτελούν πλέον στρατηγικές προτεραιότητες. Το ερώτημα δεν είναι απλώς αν υπάρχει αρκετό λίθιο, αλλά αν μπορούμε να το αξιοποιήσουμε έγκαιρα, υπεύθυνα και με τρόπο που να διασφαλίζει την ενεργειακή μετάβαση χωρίς νέες ανισότητες ή περιβαλλοντικά αδιέξοδα.