Τέλος στην οδήγηση για τους 70άρηδες -Πότε πρέπει να παραδώσουμε το δίπλωμα σύμφωνα με νέα έρευνα

Μια νέα έρευνα που διεξήχθη αποκαλύπτει την ηλικία από την οποία και μετά αυξάνεται σημαντικά η πιθανότητα εμπλοκής σε τροχαίο ατύχημα, επιβάλλοντας τη σταδιακή διακοπή αυτής της δραστηριότητας.
Η οδήγηση από ηλικιωμένους αποτελεί ένα ζήτημα με πολλές διαστάσεις και συχνά αντικρουόμενες απόψεις. Από τη μία πλευρά, όσο μεγαλώνει ένας άνθρωπος, επηρεάζονται τα αντανακλαστικά του, η όραση, η ακοή και η συγκέντρωση, γεγονός που μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο στο δρόμο.
Από την άλλη όμως, για πολλούς ηλικιωμένους το αυτοκίνητο παραμένει το μοναδικό μέσο που τους προσφέρει ανεξαρτησία και τη δυνατότητα να καλύπτουν βασικές ανάγκες, όπως οι αγορές, οι επισκέψεις σε γιατρούς ή οι κοινωνικές επαφές. Οι θεσμοί σε ευρωπαϊκό επίπεδο αποφεύγουν να λάβουν ξεκάθαρες αποφάσεις, αφήνοντας κάθε χώρα να καθορίζει τη δική της πολιτική.
BUY NOW
Στην Ελλάδα, σύμφωνα με τη νομοθεσία, μετά την ηλικία των 65 ετών απαιτείται ανανέωση της άδειας οδήγησης κάθε τρία χρόνια, συνοδευόμενη από υποχρεωτικές ιατρικές εξετάσεις από παθολόγο και οφθαλμίατρο.
Μετά τα 80, η διαδικασία γίνεται πιο αυστηρή και επαναλαμβάνεται ανά διετία, περιλαμβάνοντας επιπλέον αξιολόγηση από ωτορινολαρυγγολόγο και είτε νευρολόγο είτε ψυχίατρο.

Μια πρόσφατη έρευνα από το Insurance Institute for Highway Safety (IIHS) στις ΗΠΑ έρχεται, τώρα, να ενισχύσει τις ανησυχίες για τους κινδύνους της οδήγησης στην τρίτη ηλικία. Σύμφωνα με τα στοιχεία, για οδηγούς άνω των 70 ετών η πιθανότητα θανατηφόρου τροχαίου αυξάνεται σημαντικά.
Παρά το γεγονός ότι οδηγούν λιγότερα χιλιόμετρα, εμφανίζουν υψηλότερα ποσοστά θανάτων ανά χιλιόμετρο. Μάλιστα, την περίοδο 1995–2016, οι οδηγοί άνω των 70 αύξησαν τη μέση ετήσια χιλιομετρική απόσταση κατά 65%, γεγονός που, κατά τους αναλυτές, τους εκθέτει περισσότερο σε κινδύνους.
Τα στατιστικά είναι αποκαλυπτικά, αφού σχετικές μελέτες έχουν δείξει ότι οι ηλικιωμένοι με περιορισμένο οπτικό πεδίο έχουν διπλάσια πιθανότητα εμπλοκής σε τροχαίο, ενώ η συνδυασμένη απώλεια όρασης και ακοής αυξάνει τον κίνδυνο θανάτου κατά 13%. Τα πιο συχνά λάθη σχετίζονται με την ανεπαρκή παρατήρηση ή με την αδυναμία σωστής εκτίμησης του πότε πρέπει να παραχωρηθεί προτεραιότητα στους άλλους οδηγούς.

Η έρευνα υπογραμμίζει, ότι δεδομένου ότι μεγάλο μέρος των μετακινήσεών γίνεται σε αστικές περιοχές και περίπου το ένα τέταρτο των θανατηφόρων ατυχημάτων συμβαίνει σε διασταυρώσεις, οι αδυναμίες αυτές καθιστούν τους ηλικιωμένους πολύ πιο ευάλωτους σε επικίνδυνα σενάρια στον δρόμο.
Η ίδια μελέτη τονίζει τον ρόλο της οικογένειας, υπογραμμίζοντας ότι δεν πρέπει να περιμένει το ατύχημα για να δράσει. Η περίοδος προσαρμογής μέχρι την οριστική διακοπή της οδήγησης κυμαίνεται από έξι μήνες έως δύο χρόνια, κάτι που καθιστά απαραίτητη την έγκαιρη προετοιμασία.
Την ίδια στιγμή, η τεχνολογία μπορεί να λειτουργήσει ως πολύτιμος σύμμαχος. Συστήματα υποβοήθησης οδηγού, όπως η προειδοποίηση τυφλού σημείου, η ειδοποίηση αλλαγής λωρίδας ή το αυτόματο φρενάρισμα, μειώνουν σημαντικά τα περιθώρια λάθους. Ωστόσο, δεν αποτελούν πανάκεια, καθώς η ημιαυτόνομη οδήγηση, αν και υπόσχεται ασφάλεια, δεν είναι ακόμη έτοιμη να αντικαταστήσει πλήρως τον οδηγό, άλλα περισσότερο να τον διευκολύνει στον δρόμο.

Εναλλακτικές λύσεις μετακίνησης, όπως οι εφαρμογές υπηρεσίες μετακίνησης μέσω εφαρμογών (όπως Uber), τα ταξί ή οι δημόσιες συγκοινωνίες, μπορούν να προσφέρουν διεξόδους, αν και συχνά δεν είναι εύχρηστες για όλους τους ηλικιωμένους.
Η οικογενειακή υποστήριξη και η ενεργός μέριμνα της πολιτείας παραμένουν καθοριστικοί παράγοντες. αφού σίγουρα χρειάζεται ένα πιο ολοκληρωμένο σχέδιο που θα επιτρέπει στους ηλικιωμένους οδηγούς να κινούνται με ασφάλεια, χωρίς να διακυβεύεται η ανεξαρτησία τους.