Τα «απαγορευμένα» στέκια στους δρόμους της Αθήνας -Από τη Βούτα και τα Λιμανάκια, στη Μαύρη και την Κρυφή

Κόντρες στην Αθήνα

Στην underground σκηνή της ελληνικής αυτοκινητικής κοινότητας, οι μεταμεσονύκτιες κόντρες είχαν τα δικά τους στέκια, τους δικούς τους άγραφους νόμους και έναν ξεχωριστό κώδικα επικοινωνίας.

Αν ανήκετε σε εκείνες τις γενιές που είχαν την τύχη ή την ατυχία να ανδρωθούν τις δεκαετίες του 1980 και του 1990 τότε είναι σχεδόν βέβαιο ότι η Βούτα, τα Λιμανάκια, το Ribas και άλλοι «απαγορευμένοι», μετά τη δύση του ηλίου, προορισμοί δεν σας είναι άγνωστοι.

Τα στέκια της underground αυτοκινητικής σκηνής έσφυζαν από ζωή, συγκεντρώνοντας όχι μόνο τους εκστασιασμένους οπαδούς της ταχύτητας αλλά και εκείνους που ήθελαν να συμμετάσχουν με την ιδιότητα του απλού παρατηρητή-θεατή σε ένα ξέφρενο πάρτι μέχρι πρωίας ή έως ότου τα όργανα της τάξης θελήσουν να γίνουν και εκείνα μέρος της… γιορτής.

ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΣΥΝΕΧΙΖΕΙ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Η Βούτα

Στο ύψος του Αλίμου, η Λ. Βουλιαγμένης «χάνεται» δημιουργώντας μια αρκετά μεγάλη ευθεία που θυμίζει «κλειστό» αυτοκινητόδρομο. Η περίφημη «Βούτα» αποτέλεσε στο παρελθόν ένα από τα διασημότερα πεδία δράσης εκείνων που επέλεγαν να μετρήσουν τις δυνάμεις του σε δημόσιο δρόμο, θέτοντας σε κίνδυνο όχι μόνον τον ίδιο τον εαυτό τους αλλά και τους διερχόμενους οδηγούς.

Η παρακείμενη καντίνα αποτελούσε ένα ακόμα κίνητρο για το φιλοθεάμον κοινό το οποίο παραληρούσε στο πέρασμα των τετράτροχων θρύλων εκείνης της εποχής. Τις καλές ημέρες ή για την ακρίβεια τις νύχτες, ο κόσμος κατέκλυζε και την ανισόπεδη γέφυρα από την οποία μπορούσε κανείς να απολαύσει την πανοραμική θέα του δρόμου και να αποκτήσει ιδία άποψη για την έκβαση της αδυσώπητης μάχης.

ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΣΥΝΕΧΙΖΕΙ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Η Μαύρη

Σε απόσταση μερικών χιλιομέτρων, στο ύψος της Γλυφάδας, το σκηνικό επαναλαμβανόταν. Πλήθος κόσμου και στα δύο ρεύματα κυκλοφορίας της Λ. Βουλιαγμένης παρακολουθεί τα αυτοκίνητα που είναι έτοιμα να στήσουν μια νέα κόντρα. Ένα νέο τρενάκι του τρόμου ξεκινά, με τη συμμετοχή δίτροχων guest stars, μέχρι η Λ. Βουλιαγμένης συναντηθεί με τη Λ. Ποσειδώνος.

Η «Μαύρη», το προσωνύμιο της οποίας προέκυψε από το χρώμα της ασφάλτου, δεν κατάφερε ποτέ να γίνει «Βούτα», παρά το γεγονός ότι θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι αποτέλεσε τη φυσική συνέχειά της.

 Τα Λιμανάκια

Αφήνοντας πίσω σου τη «Βούτα», τη «Μαύρη» και τις υπόλοιπες… πίστες της Λ. Βουλιαγμένης, όλοι οι δρόμοι οδηγούν στα θρυλικά Λιμανάκια. Η αθηναϊκή Ριβιέρα απλώνεται μπροστά σου, όμως το βλέμμα σου παραμένει καρφωμένο στο περίφημο πέταλο και τους νυχτερινούς θαμώνες του που κρέμονται σαν ώριμα σταφύλια έτοιμοι να αποθεώσουν το επόμενο πέρασμα.

Εδώ δεν κέρδιζε πάντα ο ταχύτερος αλλά εκείνος που θα επιδείκνυε τις οδηγικές ικανότητές του με τους κατευθυντήριους τροχούς του υπό γωνία. Εδώ τα λάθη πληρώνονταν, τις περισσότερες φορές ακριβά, και ο ανατριχιαστικός ήχος από τα ελαστικά που αναζητούσαν πρόσφυση στη γυαλισμένη άσφαλτο αντηχούσε σε ολόκληρη την ακτογραμμή.

Οι παλαιότεροι ίσως θυμούνται την καντίνα στο παρακείμενο parking και τους χιλιάδες κόσμου που συγκέντρωνε τις ημέρες και τις ώρες αιχμής. Οι παλαιότεροι έχουν χαραγμένους στη μνήμη τους όσους πλήρωσαν το βαρύ τίμημα της διπλής διαχωριστικής γραμμής.

ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΣΥΝΕΧΙΖΕΙ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Το Ribas

Η ευθεία του Ribas ανέκαθεν αποτελούσε μια ακόμα ευκαιρία για όσους αρέσκονταν στην ταχύτητα και δη την υπερβολική να εξαντλήσουν με λαιμαργία τη διαδρομή του δεξιού πεντάλ. Το τέρμα γκάζι εξίσου επικίνδυνο και στα δύο ρεύματα κυκλοφορίας μιας και τα χιλιόμετρα που μπορείς να μαζέψεις είναι πολλά.

Εκατέρωθεν του της παραλιακής οδού, οι χώροι στάθμευσης προσέφεραν τη δυνατότητα να παρακολουθήσεις από πολύ κοντά το «κορόνα-γράμματα» των οδηγών που δεν αψηφούσαν μόνον τα όρια ταχύτητας και τον ΚΟΚ αλλά και τους κανόνες της λογικής.

Η κρυφή

ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΣΥΝΕΧΙΖΕΙ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Μια ευθεία μερικών χιλιομέτρων μακριά από τον αστικό… πολιτισμό αποτέλεσε μια σοβαρή εναλλακτική για όσους σοφά επέλεξαν να κινηθούν μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας και κάτω από ραντάρ της Ελληνικής Αστυνομία.

Βέβαια το μυστικό δεν έμεινε για πολύ καιρό… κρυφό και οι Μαραθωνομάχοι της ασφάλτου συχνά ήρθαν αντιμέτωποι με το γράμμα του Νόμου μετά και από διαμαρτυρίες των λιγοστών μεν, επίμονων δε περίοικων.

Σύντομα η Λεωφόρος Σουλίου και η Λεωφόρος Μαραθώνος αποτελέσαν έναν εξωτικό προορισμό και όχι μια αυθόρμητη επιλογή για τους street fighters του κλεινούν άστεως.

Ο Λαϊνόπουλος, ο Σχιστός και η Αττική Οδός

Μιλώντας για εναλλακτικές, κατά καιρούς υπήρξαν κι άλλα στέκια στην Αττική που ζήλεψαν την αίγλη της Λ. Βουλιαγμένης, υπηρετώντας τον ίδιο ακριβώς σκοπό. Τα ραντεβού στον Λαϊνόπουλο, στον Σχιστό ή ακόμα και στην Αττική Οδό κράτησαν ζωντανή την αυτοκινητική υποκουλτούρα της κόντρας. 

Διαβάστε επίσης:

ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΣΥΝΕΧΙΖΕΙ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ