Ο νέος Κώδικας Οδικής Κυκλοφορίας έχει φέρει σαρωτικές αλλαγές, τοποθετώντας στο επίκεντρο τις πιο επικίνδυνες οδηγικές συμπεριφορές, με την κατανάλωση αλκοόλ πριν την οδήγηση να αποτελεί μία από τις αυστηρότερα τιμωρούμενες παραβάσεις.Ποιο είναι το νόμιμο όριο και ποια πρόστιμα προβλέπονται σε αυτές τις περιπτώσεις;
Η πολιτεία έχει ξεκάθαρα επιλέξει τη σκληρή γραμμή, τόσο με βαρύτερες ποινές όσο και με εντατικοποίηση των ελέγχων. Όσοι κινούνται με αυτοκίνητο κυρίως τις νυχτερινές ώρες και τα Σαββατοκύριακα γνωρίζουν ότι η αστυνομία συχνά διακόπτει πλήρως την κυκλοφορία σε κεντρικούς δρόμους, πραγματοποιώντας μαζικά αλκοτέστ για να διαπιστωθεί αν και σε ποιο βαθμό οι οδηγοί έχουν καταναλώσει αλκοόλ.
Καθώς βρίσκομαστε στην καρδιά της εορταστικής περιόδου, μάλιστα, όλο και περισσότεροι οδηγοί αρχίζουν να προβληματίζονται για την κατανάλωση αλκοόλ και τα νόμιμα όρια. Παραδοσιακά, άλλωστε το γιορτινό κλίμα, οι άδειες και η γενικότερη ευθυμία των ημερών αυξάνουν τις πιθανότητες κατανάλωσης αλκοόλ και οδήγησης.
BUY NOW
Γι’ αυτόν τον λόγο, όποιος θέλει να είναι συνεπής απέναντι στον νόμο οφείλει να γνωρίζει τα επιτρεπόμενα όρια και πόσο αλκοόλ μπορεί να καταναλώσει χωρίς να θεωρηθεί επικίνδυνος. Εννοείται, βέβαια, ότι όταν κάποιος δεν βρίσκεται στο 100% των δυνατοτήτων του, απαγορεύεται να οδηγήσει, όχι μόνο επειδή το προβλέπει ο νόμος, αλλά κυρίως για να μη θέσει σε κίνδυνο την ασφάλεια τη δική του και των άλλων.
Συνεπώς, ιδανικά θα πρέπει να αποφεύγουμε την κατανάλωση αλκοόλ όταν πρόκειται να οδηγήσουμε, καθώς αυτός είναι ο μόνος τρόπος να μην εμπλακούμε σε μια δυσάρεστη κατάσταση.Τι θα συμβεί ωστόσο αν και εφόσον πιούμε και επιστρέψουμε πίσω από το τιμόνι;
Σύμφωνα με το άρθρο 46 του νέου ΚΟΚ, οδηγός θεωρείται ότι βρίσκεται υπό την επίδραση οινοπνεύματος όταν η συγκέντρωση αλκοόλ στον οργανισμό του είναι από 0,50 γραμμάρια ανά λίτρο αίματος και άνω ή από 0,25 χιλιοστά του γραμμαρίου ανά λίτρο εκπνεόμενου αέρα, όταν η μέτρηση γίνεται με αλκοολόμετρο. Αυτό σημαίνει ότι στο αλκοτέστ ο οδηγός δεν πρέπει να υπερβαίνει την ένδειξη 0,25 για να θεωρείται νόμιμος.
Στην πράξη, ωστόσο, τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Το αλκοόλ δεν επηρεάζει όλους τους ανθρώπους με τον ίδιο τρόπο, καθώς ρόλο στην τελική μέτρηση παίζουν πολλαπλοί παράγοντες όπως το φύλο, το βάρος, το ύψος, η φυσική κατάσταση, το αν έχει προηγηθεί φαγητό, αλλά και το είδος του ποτού. Μια μπίρα ή ένα ποτήρι κρασί περιέχουν σαφώς λιγότερο αλκοόλ από ένα ποτό υψηλού βαθμού, όπως το ουίσκι ή η βότκα, ωστόσο η συνεχής κατανάλωση είναι μαθηματικά σίγουρο ότι θα ξεπεράσει το όριο.
Το όριο των 0,25 mg/L εκπνεόμενου αέρα στο αλκοτέστ αντιστοιχεί, όπως είπαμε, σε περίπου σε 0,5‰ αλκοόλ στο αίμα. Με βάση αυτό και χρησιμοποιώντας τον κλασικό υπολογισμό Widmark, για έναν μέσο άνδρα 80 κιλών το όριο αυτό «πιάνεται» γύρω στα 25–30 γραμμάρια καθαρού αλκοόλ, δηλαδή περίπου 2,5 έως 3 τυπικά ποτά (μπύρα 330 ml, ποτήρι κρασί ή ένα σφηνάκι).
Για μια μέση γυναίκα 65 κιλών, λόγω μικρότερης κατανομής υγρών στο σώμα, το ίδιο όριο αντιστοιχεί σε περίπου 18–20 γραμμάρια αλκοόλ, δηλαδή 1,5 έως 2 ποτά, με μερικές έρευνες να ρίχνουν ακόμη πιο πολύ το όριο, 2 το πολύ μπύρες 330 ml ή κρασί για τον άνδρα και 1 για την γυναίκα. Στην πράξη, βέβαια, το αποτέλεσμα μπορεί να διαφέρει αισθητά ανάλογα με το αν τα ποτά καταναλώνονται γρήγορα, αν υπάρχει φαγητό στο στομάχι, την κόπωση και τον μεταβολισμό, επομένως ίσως το αλκοτέστ να σε βγάλει θετικό ακόμα και με πολύ μικρότερες ποσότητες αλκόολ από τις παραπάνω.
Όσον αφορά το πόση ώρα χρειάζεται η απορρόφησης του αλκοόλ από τον οργανισμό, για έναν άνδρα με καλή φυσική κατάσταση, ένα ποτήρι λευκό κρασί μπορεί να χρειαστεί περίπου 3,5 ώρες για να αποβληθεί, δύο ποτήρια έως 7 ώρες και τρία πάνω από 10 ώρες.
Στην περίπτωση της μπίρας, ένα ποτήρι χρειάζεται περίπου 2,5 ώρες, ενώ τρία ποτήρια μπορεί να παραμείνουν στον οργανισμό έως και 7,5 ώρες. Για τα ισχυρά αλκοολούχα ποτά, ο χρόνος αποβολής είναι μικρότερος ανά ποτήρι, αλλά η περιεκτικότητα σε αλκοόλ είναι σαφώς υψηλότερη.
Όσον αφορά τις κυρώσεις, αυτές είναι κλιμακωτές και ιδιαίτερα αυστηρές. Για συγκέντρωση αλκοόλ από 0,50 έως 0,80 g/l αίματος ή από 0,25 έως 0,40 στον εκπνεόμενο αέρα, προβλέπεται πρόστιμο 350 ευρώ και αφαίρεση άδειας οδήγησης για 30 ημέρες. Αν τα επίπεδα ανέβουν από 0,80 έως 1,10 g/l αίματος ή από 0,40 έως 0,60 στον αέρα, η παράβαση κατατάσσεται στις ιδιαίτερα επικίνδυνες, με πρόστιμο 700 ευρώ και αφαίρεση διπλώματος για 90 ημέρες.
Για συγκεντρώσεις άνω του 1,10 g/l αίματος ή άνω των 0,60 στον εκπνεόμενο αέρα, οι ποινές γίνονται εξαιρετικά βαριές, καθώς προβλέπεται φυλάκιση τουλάχιστον δύο μηνών, πρόστιμο 1.200 ευρώ και αφαίρεση της άδειας οδήγησης για έξι μήνες, ενώ αφαιρούνται και τα στοιχεία κυκλοφορίας του οχήματος για χρονικό διάστημα που μπορεί να φτάσει έως και τους έξι μήνες.
Το νέο πλαίσιο φυσικά εισάγει και το σχετικό κανονισμό των υποτροπών. Αν οδηγός εντοπιστεί για δεύτερη φορά μέσα σε ένα έτος να οδηγεί υπό την επήρεια αλκοόλ, το πρόστιμο φτάνει τα 1.000 ευρώ και η αφαίρεση άδειας μπορεί να αγγίξει τους έξι μήνες, ενώ σε υψηλές συγκεντρώσεις αλκοόλ το πρόστιμο ανεβαίνει στα 2.000 ευρώ και η αφαίρεση διπλώματος έως και τα δύο έτη. Σε τρίτη παράβαση μέσα σε πέντε χρόνια, ο οδηγός χάνει το δίπλωμά του για επτά ολόκληρα χρόνια.