
Σε φάση υλοποίησης μπαίνει η επέκταση της Γραμμής 2 προς Ίλιον, με σταθμούς σε Παλατιανή, Ίλιον και Άγιο Νικόλαο, όπως έκανε γνωστό ο διευθύνων σύμβουλος της «Ελληνικό Μετρό
Το δίκτυο του Μετρό στην Αττική συνεχίζει τη φάση ανάπτυξης, με νέο σημείο εκκίνησης την επέκταση της Γραμμής 2 προς το Ίλιον. Σήμερα οι 55 σταθμοί του εξυπηρετούν καθημερινά δεκάδες χιλιάδες πολίτες και επισκέπτες, ωστόσο οι ανάγκες μετακίνησης μεγαλώνουν διαρκώς και η δυτική πλευρά της πρωτεύουσας διεκδικεί πλέον τη δική της καλύτερη σύνδεση με το κέντρο. Ο σχεδιασμός προβλέπει ουσιαστική ενίσχυση του δικτύου μέσα στα επόμενα χρόνια, με νέους σταθμούς και έργα που θα αλλάξουν τον συγκοινωνιακό χάρτη της Αθήνας.

Οι τελευταίες δηλώσεις ήρθαν από τον διευθύνων σύμβουλο της «Ελληνικό Μετρό», κ. Νίκος Κουρέτας, ο οποίος ανέφερε σχετικά: «Ξεκινάμε από την επέκταση από την Ανθούπολη προς το Ίλιον, με τρεις σταθμούς σε Παλατιανή, Ίλιον και Άγιο Νικόλαο». Παράλληλα, έχει προβλεφθεί η αναβάθμιση του αμαξοστασίου στον Ελαιώνα, ώστε να ανταποκριθεί στις αυξημένες ανάγκες του δικτύου.
BUY NOW
Το έργο βρίσκεται στο στάδιο της διαγωνιστικής διαδικασίας, με τις εργασίες να είναι προγραμματισμένες να ξεκινήσουν το 2027. Ταυτόχρονα στα κυβερνητικά σχέδια εξετάζεται και μελλοντική επέκταση της Γραμμής 2 προς το Καματερό, το Ζεφύρι και τις Αχαρνές.

Ο σταθμός «Ίλιον» θα χωροθετηθεί στη διασταύρωση των οδών Θηβών και Ελαιών, με δύο εισόδους εκατέρωθεν της Θηβών. Προβλέπεται επίσης σύνδεση και μετεπιβίβαση επιβατών με τον ομώνυμο σταθμό της μελλοντικής επέκτασης της Γραμμής 4 προς την Πετρούπολη, στοιχείο που θα ενισχύσει τη διασύνδεση της Δυτικής Αθήνας με τον υπόλοιπο αστικό ιστό.
Την ίδια στιγμή, οι μελέτες έχουν ήδη ξεκινήσει και για τη σύνδεση του Κέντρου Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος με το δίκτυο του μετρό, ενώ στον εθνικό σχεδιασμό παραμένει και η επέκταση του Μετρό προς τη Γλυφάδα, καθώς και η επέκταση της Γραμμής 4 και προς τις δύο κατευθύνσεις.

Όπως υπογράμμισε ο κ. Κουρέτας, πρόκειται για παρεμβάσεις με διαφορετικούς βαθμούς πολυπλοκότητας και απαιτήσεων, γεγονός που σημαίνει ότι κάποιες μελέτες μπορούν να ολοκληρωθούν σε πενταετία, ενώ άλλες ίσως χρειαστούν δέκα χρόνια ή και περισσότερο για να φτάσουν στη φάση της υλοποίησης.